- ἀστραγαλῖνος
- ἀστρᾰγαλ-ῖνος, ὁ,A goldfinch, elsewh. ποικιλίς, Dionys.Av.3.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστραγαλῖνοι — ἀστραγαλῖνος goldfinch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλῖνον — ἀστραγαλῖνος goldfinch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγαλίνος — και στραγάλινος, ὁ, Α το πουλί καρδερίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀστραγαλῖνος «καρδερίνα» (πιθ. < ἀστράγαλος)] … Dictionary of Greek